- αδιεξίτητος
- ἀδιεξίτητος, -ον (Α) [διέξειμι]1. αυτός που δεν μπορεί να τόν διεξέλθει κανείς ή να τόν εξακριβώσει2. που είναι ακαθόριστης εκτάσεως ή διάρκειας3. ο δίχως διέξοδο, αδιέξοδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδιεξίτητος — that cannot be exhausted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτως — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted adverbial ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξίτητον — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem acc sg ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτοις — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτου — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτους — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτων — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξιτήτῳ — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξίτητα — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξίτητοι — ἀδιεξίτητος that cannot be exhausted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)